- Πασικράτεια
- και Πασικράτη, η, δωρ. τ. Πασικράτα, Α(για την Περσεφόνη) η βασίλισσα τού σύμπαντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + -κράτεια (< κρατής < κρατῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασικράτεια — universal queen fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)